- ξάκληρος
- η , ο бездетный, потерявший детей; оставшийся без наследников
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέκληρος — και ξάκληρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος 2. αυτός που έχει χάσει όλους τους απογόνους του, ξεκληρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + άκληρος, απ όπου το ξέκληρος] … Dictionary of Greek